- τελευταίῳ
- τελευταί̱ῳ , τελευταῖοςlastmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
ՎԵՐՋՈՅ — ( ) NBH 2 0816 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c մ. τελευταίω postremo. Ի վերջոյ. ʼի վերջէ. յետոյ. յետոյ ուրեմն. ետքէն. ... *Այս վերջոյ եմուտ: Ասէին ցնա այլ աշակերտքն՝ ʼի վերջոյ գալն թումասու, եթէ տեսաք զտէրն: Վերջոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)